- καμπεσίγουνος
- καμπεσίγουνος, -ον (Α)αυτός που κάμπτει τα γόνατα κάποιου («καμπεσίγουνοςἡ Ἐρινύς, ἀπό τοῡ κάμπτειν τὰ γόνατα τῶν ἁμαρτανόντων», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί- (< κάμπτω) + -γουνος (< γόνυ, πρβλ. ιων. γεν. γούνατος), πρβλ. βαρύ-γουνος, ταχύ-γουνος. Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος*].
Dictionary of Greek. 2013.