καμπεσίγουνος

καμπεσίγουνος
καμπεσίγουνος, -ον (Α)
αυτός που κάμπτει τα γόνατα κάποιου («καμπεσίγουνος
ἡ Ἐρινύς, ἀπό τοῡ κάμπτειν τὰ γόνατα τῶν ἁμαρτανόντων», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί- (< κάμπτω) + -γουνος (< γόνυ, πρβλ. ιων. γεν. γούνατος), πρβλ. βαρύ-γουνος, ταχύ-γουνος. Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καμπεσίγουνος — bending the knees masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”